ὑποστροφῆς

ὑποστροφῆς
ὑποστροφή
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γυρίζω — (Μ γυρίζω) 1. [γύρος] 1. περιέρχομαι, περιοδεύω 2. στρέφω κάποιον ή κάτι 3. μεταβάλλω κάποιον ή κάτι 4. κάνω κάποιον να επιστρέψει 5. αλλάζω κατεύθυνση 6. αλλάζω διαθέσεις 7. επιστρέφω, επανέρχομαι νεοελλ. 1. αναστρέφω, αναποδογυρίζω 2. εκτρέπω,… …   Dictionary of Greek

  • ιστία — Πανιά από φυσικό ή συνθετικό ύφασμα που εκμεταλλεύονται τον άνεμο ως κινητήρια δύναμη για τα ιστιοφόρα σκάφη. Η ωφέλιμη δύναμη για την πρόωση δίνεται από τη διαφορά πίεσης μεταξύ της εξωτερικής και της εσωτερικής πλευράς του ι. (φαινόμενο… …   Dictionary of Greek

  • κατοπτεύω — (ΑΜ κατοπτεύω) [κατόπτης] 1. παρατηρώ με προσοχή, ερευνώ ή παρακολουθώ με το βλέμμα, εξερευνώ («τὸν οὐράνιον ἐκεῑνον χῶρον κατοπτεῡσαι», Αριστοτ.) 2. κατασκοπεύω (α. «εἶχε συλλάβει υπονοίας και κατώπτευε τον Τούρκον διά τοὺ ετέρου τών οφθαλμών»,… …   Dictionary of Greek

  • παλινάγγελος — παλινάγγελος, ον (Α) 1. (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ἐξ ὑποστροφῆς ἄγγελος, ὅταν ἀπαγγείλας τινί, ἀπὸ τούτου ἑτέραν φάσιν ἐπιφέρῃ» 2. (κατά τον Φώτ. και το λεξ. Σούδα) «παλινάγγελος ὀπίσω ἐπανελθὼν ἄγγελος». [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + ἄγγελος] …   Dictionary of Greek

  • παλινδινία — παλινδινία, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἡ ἐξ ὑποστροφῆς ὑδάτων». [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + δινία (< δινος < δίνη), πρβλ. σκοτο δινία] …   Dictionary of Greek

  • υποστροφή — η / ὑποστροφή, ΝΜΑ [υποστρέφω] 1. η προς τα πίσω στροφή, πισωγύρισμα, ξαναγύρισμα 2. επιστροφή για αντεπίθεση, επαναστροφή 3. (σχετικά με νόσο) επανεμφάνιση, υποτροπή, υποτροπιασμός νεοελλ. 1. αλλαγή τής πορείας ιστιοφόρου πλοίου με στροφή τής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”